- εύκριτος
- εὔκριτος, -ον (ΑΜ)μσν.αυτός που κρίνεται δίκαιααρχ.1. αυτός για τον οποίο μπορεί κάποιος να κρίνει εύκολα, να αποφανθεί εύκολα («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», Αισχύλ.)2. αυτός τον οποίο διακρίνει κάποιος εύκολα, ο ολοφάνερος («εὔκριτόν ἐστιν ὅτι...» — είναι ολοφάνερο ότι..., Πλάτ.)3. ιατρ. αυτός τον οποίο μπορεί να διαγνώσει κάποιος εύκολα («εὔκριτον νόσημα», Ιπποκρ.).επίρρ...εὐκρίτως (Α)ευδιακρίτως, με τρόπο ευκολοδιάκριτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κριτός < κρίνω].
Dictionary of Greek. 2013.